άσωστος

άσωστος
η , ο[ν]
1) не спасённый или которого невозможно спасти;

τρείς μόνο από το πλήρωμα απομένουν άσωστοι — только трое из экипажа ещё не спасены;

2) неизлечимый, обречённый на смерть;
3) до которого не дотянешься, которого не достанешь (руками); 4) неизрасходованный (о запасах); 5) бесконечный, нескончаемый; 6) незаконченный, недоделанный; непрекращающийся (о скандалах, страданиях);

έχω το σπίτι άσωστο — мой дом ещё не достроен;

άσωστο τόκαμε το παιδί — она родила недоношенного ребёнка;

7) ошибочный, неправильный (о словах, выражениях)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "άσωστος" в других словарях:

  • άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • άσωστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σωσμό, τελειωμό, ο ατέλειωτος, ο ανεξάντλητος: Ο δρόμος για το χωριό ήταν άσωστος. 2. αυτός που δεν είναι σωστός, που δε συμπληρώθηκε, ο λειψός: Βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι του, γιατί μερικές δουλειές του ήταν άσωστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσώστως — ἄσωστος not to be saved adverbial ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωστον — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc sg ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώστου — ἄσωστος not to be saved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώστους — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωστα — ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»